στιλπνωτικός

στιλπνωτικός
-ή, -όν, Μ [στιλπνῶ]
κατάλληλος για στίλπνωση, στίλβωτικός, καλλωπιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”